- παστός, -ή
- -ό1. ο διατηρημένος με αλάτι, αλίπαστος, παστωμένος: Παστά ψάρια.2. (ως ουσ.) κάθε φαγώσιμο διατηρημένο σε αλάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παστός — sprinkled with salt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek
παστοῖς — παστός sprinkled with salt masc dat pl παστόω build a bridal chamber pres opt act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοί — παστός sprinkled with salt masc nom/voc pl παστόω build a bridal chamber pres subj mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres ind mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστοῦ — παστός sprinkled with salt masc gen sg παστόω build a bridal chamber pres imperat mp 2nd sg παστόω build a bridal chamber imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστούς — παστός sprinkled with salt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστῷ — παστός sprinkled with salt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστόν — παστός sprinkled with salt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαρόπαστος — νεαρόπαστος, ον (Α) αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek
πολύπαστος — ον, Α πολυκέντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παστός (< πάσσω «διακοσμώ»), πρβλ. αργυρό παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek